- βρετικά
- βρετίκια τα вознаграждение (за найденную вещь)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρετικά — τα η αμοιβή η οποία δίνεται σ αυτόν που βρίσκει ένα χαμένο πράγμα: Συνήθως δίνονται βρετικά σ’ αυτόν που βρίσκει και παραδίδει στην αστυνομία μεγάλο ποσό χρημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρετίκια — τα τα βρετικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εύρετρα — τα βλ. βρετικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)